- τριάρα
- η1. ποσό που έχει τρεις μονάδες.2. (στο στρατό), τριήμερη φυλάκιση: Είναι στο πειθαρχείο με τριάρα.3. παιδικό παιχνίδι που παίζεται με τρεις βόλους πάνω σε διάγραμμα που έχει το σχήμα κλεισμένου φακέλου.4. πληθ., τριάρες, οι η περίπτωση όπου και τα δύο ζάρια δείχνουν την πλευρά τους που έχει τρία στίγματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.